τημελοῦχος

τημελοῦχος
τημελ-οῦχος, Sorge oder Sorgfalt habend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τημελούχος — ον, ΜΑ αυτός που φροντίζει και προστατεύει κάποιον, που έχει την επιμέλεια κάποιου («τημελούχοις ἀγγέλοις, κἄν ἐκ μοιχείας ὦσι, τὰ ἀποτικτόμενα παραδίδοσθαι παρειλήφαμεν», Μεθόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελής + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • τημελούχημα — τὸ, Μ αντικείμενο φροντίδας και επιμέλειας («Τονδαρὶς Ἑλένη, Ἀφροδίτης τημελούχημα», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελοῦχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τημελουχῶ] …   Dictionary of Greek

  • τημελούχησις — ήσεως, ἡ, Μ επίδειξη φροντίδας, επιμέλεια για κάτι («τὴν τοῡ υἱοῡ τημελούχησιν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελοῦχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τημελουχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”